μειοδότης

μειοδότης
ο
αυτός που μειοδοτεί, που δίνει μικρότερη τιμή σε διαγωνισμό για ανάληψη έργου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μειοδότης — ο, θηλ. μειοδότις και μειοδότρια αυτός που μειοδοτεί, αυτός που προσφέρει μικρότερη τιμή σε δημοπρασία, προκειμένου να αναλάβει την εκτέλεση ενός έργου ή την προμήθεια ενός προϊόντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + δότης (< δίδωμι), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • μείων — ον (ΑM μείων, ον, Α και σπαν. μειότερος, τέρα, τερον) (ανώμ. συγκρ. τού μικρός ή ολίγος) νεοελλ. μαθ. (το ουδ.) μείον το σημείο τής αφαίρεσης, που παριστάνεται με το σύμβολο , αλλ. πλην αρχ. μσν. 1. μικρότερος ή λιγότερος («μειόνων επαίνων»,… …   Dictionary of Greek

  • μειοδοτώ — έω είμαι μειοδότης σε δημοπρασία, προσφέρω μικρότερη τιμή σε δημοπρασία που γίνεται για την ανάληψη ενός έργου ή για την προμήθεια ενός προϊόντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μειοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως] …   Dictionary of Greek

  • μειοδοσία — η 1. η ενέργεια τού μειοδοτώ, η προσφορά μικρότερης τιμής σε δημοπρασία για την εκτέλεση ενός έργου ή για την προμήθεια ενός πράγματος 2. μτφ. επίδειξη δουλικότητας 3. φρ. «εθνική μειοδοσία» η προδοσία από κάποιον τών συμφερόντων τής πατρίδας του …   Dictionary of Greek

  • μειοδοτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μειοδοσία ή αυτός που αποβλέπει σε αυτήν 2. αυτός που γίνεται με μειοδοσία (α. «μειοδοτική δημοπρασία» β. «μειοδοτικός διαγωνισμός»). επίρρ... μειοδοτικώς και μειοδοτικά με μειοδοτικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”